δικηγορίνα

δικηγορίνα
η
1. γυναίκα δικηγόρος
2. η σύζυγος δικηγόρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ζουμπουλάκη, Βούλα — (Κάιρο 1930 –). Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στη σχολή μονωδίας του Εθνικού Ωδείου, καθώς επίσης και στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στη Λυρική Σκηνή στον Χορό μεταμφιεσμένων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”